μηνία

μηνία
μηνίᾱ , μηνιάω
pres imperat act 2nd sg
μηνίᾱ , μηνιάω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μηνιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 136 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, 7 χλμ. Ν του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργοστολίου του νομού Κεφαλληνίας …   Dictionary of Greek

  • μηνιᾷ — μηνιάω pres subj mp 2nd sg μηνιάω pres ind mp 2nd sg (epic) μηνιάω pres subj act 3rd sg μηνιάω pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιάσας — μηνιά̱σᾱς , μηνιάω pres part act fem acc pl (doric) μηνιά̱σᾱς , μηνιάω pres part act fem gen sg (doric) μηνιά̱σᾱς , μηνιάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιάσει — μηνιά̱σει , μηνιάω aor subj act 3rd sg (attic epic doric) μηνιά̱σει , μηνιάω fut ind mid 2nd sg (attic doric) μηνιά̱σει , μηνιάω fut ind act 3rd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιάσῃς — μηνιά̱σῃς , μηνιάω aor subj act 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνι' — μήνια , μήνιον neut nom/voc/acc pl μή̱νιι , μῆνις wrath fem dat sg (epic doric ionic aeolic) μή̱νιε , μῆνις wrath fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) μήνιε , μηνίω cherish wrath pres imperat act 2nd sg μήνῑε , μηνίω cherish wrath pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφομηνία — ζοφομηνία, ἡ (Α) 1. η έκλειψη τής σελήνης 2. ασέληνη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + μηνία < μήνη «σελήνη» (πρβλ. νου μηνία, σκοτο μηνία)] …   Dictionary of Greek

  • ημερομήνια — τα τα μερομήνια*. οι δώδεκα πρώτες μέρες τού Αυγούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + μήνια (< μήνας), πρβλ., αλλαξο μήνια, εξα μήνια] …   Dictionary of Greek

  • ημερομηνία — η ορισμένη ημέρα τού μήνα και τού έτους κατά την οποία συνέβη κάποιο γεγονός («ημερομηνία γεννήσεως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + μηνία (< μην), πρβλ. νου μηνία, τρι μηνία] …   Dictionary of Greek

  • μερομήνια — και μεραμήνια και μερομήλια, τα ορισμένες ημέρες τού έτους, ιδίως οι πρώτες δώδεκα ημέρες τού Αυγούστου, από την καιρική κατάσταση τών οποίων ο λαός προβλέπει την καιρική κατάσταση που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια τού έτους, αλλ. μουρομήνια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”